- κουπόνι
- το(λ. γαλλ.)1. το απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου, τοκομερίδιο.2. απόκομμα του οποίου ο κάτοχος έχει δικαίωμα σε δώρο, έκπτωση, προσφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.